Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απομύζηση η [apomízisi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απομυζώ: Tα παράσιτα τρέφονται με την ~ θρεπτικών ουσιών από ζώα ή από φυτά. 2. (μτφ.) απόσπαση συνήθ. χρηματικών ποσών, συνεχώς και μεθοδευμένα, με επιλήψιμο τρόπο: Kαταγγέλθηκε στη βουλή η ~ του δημόσιου χρήματος από διάφορους επιτήδειους.
[λόγ. απομυζη- (απομυζώ) -σις > -ση]