Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομύζηση
1 εγγραφή
απομύζηση η [apomízisi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απομυζώ: Tα παράσιτα τρέφονται με την ~ θρεπτικών ουσιών από ζώα ή από φυτά. 2. (μτφ.) απόσπαση συνήθ. χρηματικών ποσών, συνεχώς και μεθοδευμένα, με επιλήψιμο τρόπο: Kαταγγέλθηκε στη βουλή η ~ του δημόσιου χρήματος από διάφορους επιτήδειους.

[λόγ. απομυζη- (απομυζώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες