Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομονωτήριο
1 εγγραφή
απομονωτήριο το [apomonotírio] Ο42 : ειδικός χώρος για την απομόνωση καταδίκων, ασθενών κτλ.: Tους είχαν μια βδομάδα στο ~. || ο χώρος όπου απομονώνεται κάποιος εκούσια: Aποσύρθηκε και ζει στο απομονωτήριό του.

[λόγ. απομονω- (δες απομονώνω) -τήριον μτφρδ. γαλλ. lieu d΄isolement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες