Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απολωλός [apololós] Ε : (λόγ.) μόνο στην απαρχαιωμένη έκφραση ~ πρόβατο*.
[λόγ. < ελνστ. ἀπολωλός (πρόβατον) ουδ. μππ. του ἀπόλλυμαι `χάνομαι΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. ἀπολωλός (πρόβατον) ουδ. μππ. του ἀπόλλυμαι `χάνομαι΄]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |