Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απολυτίκιο το [apolitíkio] Ο41 : (εκκλ.) τροπάριο που αναφέρεται ειδικά σε έναν άγιο ή σε ορισμένη γιορτή: Tο ~ του Aγίου Nικολάου / της Πεντηκοστής. Ψάλλουν / λένε ένα ~.
[λόγ. < μσν. απολυτίκιον (αρχική σημ.: `ύμνος κατά την απόλυση3β) < ελνστ. ἀπολυτικ(ός) `για την απόλυση3β΄, αρχ. σημ.: `απαλλακτικός΄ -ιον]