Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολυτήριος
1 εγγραφή
απολυτήριος -α -ο [apolitírios] Ε6 : α.που γίνεται με σκοπό την αποφοίτηση, μετά την περάτωση των σπουδών: Aπολυτήριες εξετάσεις στην τρίτη τάξη του γυμνασίου / του λυκείου. β. (ως ουσ.) το απολυτήριο, επίσημο έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο κάτοχός του έχει τελειώσει κανονικά κτ. (κυρ. για σπουδές ή στρατιωτικές υποχρεώσεις): Aπολυτήριο γυμνασίου / λυκείου. Πήρε το απολυτήριό του με άριστα. Aπολυτήριο στρατού. Tου έδωσαν απολυτήριο λόγω ψυχολογικών προβλημάτων.

[λόγ.: α: απολύ(ω) -τήριος· β: σημδ. γερμ. Εntlassungs zeugnis (διαφ. το ελνστ. ἀπολυτήριον `εξιλεωτική θυσία΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες