Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολεσθείς
1 εγγραφή
απολεσθείς -είσα -έν [apolesθís] Ε12γ : (λόγ.) που έχει χαθεί: Aπολεσθέντα αντικείμενα.

[λόγ. μτχ. παθ. αορ. του αρχ. ρ. ἀπόλλυμι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες