Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολαμβάνω
1 εγγραφή
απολαμβάνω [apolamváno] & απολαβαίνω [apolavéno] Ρ αόρ. απόλαυσα, απαρέμφ. απολαύσει : 1α.χαίρομαι, ευχαριστιέμαι ιδιαίτερα (με τις αισθήσεις ή με το πνεύμα) τη χρήση, την κατανάλωση ή γενικότερα τη σχέση μου με κτ.: ~ το φαγητό / το ποτό / το παιχνίδι / τον ήλιο / τη θάλασσα / τον έρωτα / ένα θέαμα / ένα βιβλίο. Aπολαμβάνει τις χαρές της ζωής. ~ τις ανέσεις ενός πολυτελούς ξενοδοχείου. Θέλω να απολαύσω το ηλιοβασίλεμα. Άφησέ με να απολαύσω πρώτα το φαγητό μου. β. ευχαριστιέμαι, διασκεδάζω ιδιαίτερα με τις ενέργειες ή με τη συμπεριφορά κάποιου: Tο κοινό απόλαυσε το μεγάλο ηθοποιό / τον κωμικό / τον ταχυδακτυλουργό. Tον ~ καθώς μιλάει / χορεύει / παίζει. 2. (λόγ., με γεν.) ~ τιμών / σεβασμού / εμπιστοσύνης κ.ά., με τιμούν, με σέβονται, με εμπιστεύονται κ.ά. 3. κερδίζω, ωφελούμαι: Πρέπει να κοπιάσεις τώρα, αν θέλεις να απολαύσεις αργότερα. Δεν απολαβαίνει σχεδόν τίποτα από την καλλιέργεια του κτήματός του.

[λόγ. < μσν. απολαμβάνω σύμπτ. των αρχ. ἀπολαύω (στη σημ. 3) + ἀπολαμβάνω (στις σημ. 1, 2) με βάση τα συνοπτ. θ. απολαυ(σ)- / απολαβ- (νεοελλ. λαϊκό: απολαύω - απόλαψα)· μεταπλ. κατά το λαμβάνω > λαβαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες