Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολαβή
1 εγγραφή
απολαβή η [apolaví] Ο29 : το κέρδος, η ωφέλεια από μια δραστηριότητα: Δούλεψε σκληρά στη ζωή του χωρίς καμιά ~. || (πληθ.) οι αποδοχές, ο μισθός: Xαμηλές / ικανοποιητικές / υψηλές απολαβές.

[λόγ. απο(λαμβάνω) -λαβή κατά το σχ.: λαμβάνω - λαβή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες