Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκτώ
1 εγγραφή
αποκτώ [apoktó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 αόρ. και απέκτησα & -ώμαι Ρ11 & αποχτώ [apoxtó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1.γίνομαι κάτοχος κάποιου πράγματος (που προηγουμένως δεν είχα): ~ χρήματα / φήμη / δόξα. Mε τη δουλειά του απόκτησε μεγάλη περιουσία. Ό,τι έχει το απόκτησε με κόπους και θυσίες. 2. σε μια πορεία, σε μια εξέλιξη ή μέσα από μια διαδικασία, εμφανίζω κτ. (μια ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό κ.ά.) που προηγουμένως δεν είχα: ~ πείρα / αυτοπεποίθηση / κακές συνήθειες. Aπόκτησε μεγάλα βάσανα. Tο οικόπεδο με τον καιρό απέκτησε μεγάλη αξία. || ~ αντίληψη / εικόνα / εμπειρία ενός πράγματος, αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω, βιώνω κτ. || δημιουργώ κτ. για τον εαυτό μου: ~ φίλους / παρέες. || ~ παιδί, γεννώ: Aπέκτησαν παιδιά / εγγόνια / δισέγγονα.

[-χτ-: μσν. αποχτώ < αποκτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < απο- μσν. κτω `παίρνω στην κατοχή μου΄, ενεργ. < αρχ. κτῶμαι (διαφ. το ελνστ. ἀποκτῶμαι `χάνω την κατοχή΄)· -κτ-: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες