Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκρύπτω [apokrípto] -ομαι & αποκρύβω [apokrívo] -ομαι Ρ αόρ. απέκρυψα και (σπάν.) απόκρυψα, απαρέμφ. αποκρύψει, παθ. αόρ. αποκρύφτηκα, απαρέμφ. αποκρυφτεί : ΣYN κρύβω. 1. αποσιωπώ κτ. συνειδητά, το κρατώ κρυφό, δεν το κάνω γνωστό: Aπέκρυψε τα πραγματικά του εισοδήματα από την εφορία. ~ τις πραγματικές μου προθέσεις. Kατηγορήθηκε ότι αποκρύπτει στοιχεία από την ανάκριση. 2. εμποδίζω, περιορίζω τη θέα κάποιου, δεν του επιτρέπω να δει κτ.: Ο όγκος του κτιρίου απέκρυπτε τη θέα προς την παραλία.
[λόγ. < αρχ. ἀποκρύπτω· ελνστ. ἀποκρύβω < αρχ. ἀποκρύπτω κατά το κρύπτω > κρύβω]