Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκούμπι το [apokúmbi] Ο44α : (για πρόσ.) βοήθεια, προστασία, στήριγμα, εξασφάλιση για κπ. που έχει ανάγκη: Γυρεύω / βρίσκω / έχω ~. Έμεινε στα γεράματα δίχως ~.
[μσν. αποκουμπ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.) < απακουμπώ < απ(ο)- ακουμπώ με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος απο-]