Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκοτάω
1 εγγραφή
αποκοτώ [apokotó] & -άω Ρ10.1α : (λογοτ., λαϊκότρ.) κάνω αποκοτιά, αποτολμώ.

[μσν. αποκοτώ < απόκοτ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες