Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκάτω
1 εγγραφή
αποκάτω [apokáto] επίρρ. τοπ. : 1.από το κάτω μέρος, κάτω. ANT αποπάνω: Tα παπούτσια σου είναι ~ από το τραπέζι / κρεβάτι, από κάτω από. Έκατσε ~ από το δέντρο, για να μη βραχεί, από κάτω από. Στο πλατάνι ~ στάθηκε να ξεκουραστεί. ~ του ανοιγόταν γκρεμός. 2. με ονοματική χρήση: α. (ως ουσ.) ο / η / οι αποκάτω, για τους ενοίκους του διαμερίσματος που βρίσκεται αμέσως χαμηλότερα από ένα άλλο πάτωμα: Οι ~ κάνουν συνέχεια φασαρία. β. (ως επίθ.): Tο ~ τμήμα, αυτό που βρίσκεται κάτω από κτ.

[μσν. αποκάτω < φρ. από κάτω (πρβ. ελνστ. ἀποκάτω `που έρχεται από το κάτω μέρος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες