Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποικιοκρατία
1 εγγραφή
αποικιοκρατία η [apikiokratía] Ο25 : θεωρητική στάση και πρακτική που εκφράζει την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία χωρών ισχυρότερων επάνω σε ασθενέστερες: Στη σύνοδο των αδέσμευτων χωρών επικρίθηκε η ~.

[λόγ. αποικί(α)I2 -ο- + -κρατία απόδ. αγγλ. colonialism & γαλλ. colonial isme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες