Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθαίνω
1 εγγραφή
αποθαίνω [apoθéno] Ρ7.1α μππ. αποθαμένος : (λογοτ.) πεθαίνω.

[μσν. αποθαίνω < αρχ. ἀποθνFήσκω, μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. αποθαν- (σύγκρ. πεθαίνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες