Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποθαίνω [apoθéno] Ρ7.1α μππ. αποθαμένος : (λογοτ.) πεθαίνω.
[μσν. αποθαίνω < αρχ. ἀποθνFήσκω, μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. αποθαν- (σύγκρ. πεθαίνω)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. αποθαίνω < αρχ. ἀποθνFήσκω, μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. αποθαν- (σύγκρ. πεθαίνω)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |