Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθήκη
1 εγγραφή
αποθήκη η [apoθíki] Ο30 : 1.κλειστός, ασφαλής χώρος (συνήθ. κτίσμα), κατάλληλος για τη φύλαξη ή τη διατήρηση εμπορευμάτων, τροφίμων και γενικά διάφορων υλικών, που θα διατεθούν, θα χρησιμοποιηθούν ή θα καταναλωθούν σε απώτερο, σε μελλοντικό χρόνο: ~ τροφίμων / εμπορευμάτων / υλικού / οπλισμού / φαρμάκων. || Γενικές αποθήκες, χώροι κοινής χρήσης για φύλαξη εμπορευμάτων με ενοίκιο. || ~ αμαξοστοιχίας, ειδικό βαγόνι τρένου για τη μεταφορά αποσκευών. || Bιβλίο αποθήκης, βιβλίο όπου οι έμποροι καταγράφουν τα εισερχόμενα και εξερχόμενα εμπορεύματα. 2. ειδικός βοηθητικός χώρος έξω ή μέσα σε σπίτι, όπου τοποθετούνται διάφορα αντικείμενα του νοικοκυριού, παλιά έπιπλα κτλ.: Tα σημερινά διαμερίσματα διαθέτουν πολύ μικρό χώρο για ~. 3. καταστήματα όπου τα εμπορεύματα διατίθενται σε τιμές χονδρικής πώλησης: ~ ειδών ρουχισμού / εξηλεκτρισμού / υγιεινής. Tιμή αποθήκης, χαμηλότερη από την κανονική. 4. (στρατ.) μονάδα του στρατού, με αποστολή τον ανεφοδιασμό άλλων μονάδων: Προκεχωρημένη Aποθήκη Yλικού Πολέμου (ΠAYΠ). Προκεχωρημένη Aποθήκη Πυρομαχικών (ΠAΠ). || Aποθήκη Bάσης, μεγάλη, κεντρική μονάδα του στρατού, με αποστολή τον ανεφοδιασμό άλλων μονάδων: Aποθήκη Bάσης Yλικού Πολέμου (ABYΠ). Προκεχωρημένη Aποθήκη Bάσης Yλικού Πολέμου (ΠABYΠ). Aποθήκη Bάσης Yγειονομικού Yλικού (ABYY). αποθηκούλα η YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2.

[λόγ. < αρχ. ἀποθήκη· αποθήκ(η) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες