Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποηχηροποίηση η [apoixiropíisi] Ο33 : (γλωσσ.) απώλεια της ηχηρότητας ενός συμφώνου και τροπή του στο αντίστοιχο άηχο.
[λόγ. απο- ηχηροποίη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. devoicing]