Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποζώ
1 item total
αποζώ [apozó] Ρ10.9α : (λαϊκότρ.) ζω λιτά και φτωχικά· το εισόδημά μου είναι τόσο μικρό που με δυσκολία επιβιώνω: Mόλις κι αποζούνε μ΄ αυτό το μισθό.

[λόγ. < ελνστ. ἀποζῶ, αρχ. σημ.: `ζω από κτ.΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go