Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποζώ [apozó] Ρ10.9α : (λαϊκότρ.) ζω λιτά και φτωχικά· το εισόδημά μου είναι τόσο μικρό που με δυσκολία επιβιώνω: Mόλις κι αποζούνε μ΄ αυτό το μισθό.
[λόγ. < ελνστ. ἀποζῶ, αρχ. σημ.: `ζω από κτ.΄]