Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδημητικός
1 εγγραφή
αποδημητικός -ή -ό [apoδimitikós] Ε1 : (ζωολ.) αποδημητικά πουλιά, που μετακινούνται ομαδικά σε θερμότερους τόπους για να διαχειμάσουν. ANT επιδημητικά.

[λόγ. < ελνστ. ἀποδημητικός (για ψάρια) & σημδ. γαλλ. migratoire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες