Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποδέχομαι [apoδéxome] Ρ3β παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και απεδέχθη, απεδέχθησαν, : 1.δέχομαι κτ. που μου προσφέρουν ή που μου προτείνουν: ~ την πρόσκληση / το στοίχημα. ~ την κληρονομιά. Δεν αποδέχτηκε το διορισμό του. Tα μουσεία δεν αποδέχονται έργα που προέρχονται από κλοπές. Ο Έλληνας υπουργός εξωτερικών απεδέχθη την πρόσκληση του Γάλλου ομολόγου του και θα παραστεί στις εκδηλώσεις για την εθνική επέτειο της χώρας. ~ τους όρους της διαθήκης, τους εγκρίνω, δίνω τη συγκατάθεσή μου. 2. συμφωνώ με κτ., το επιδοκιμάζω: ~ μια θεωρία. Aναγκάστηκε να αποδεχτεί ορισμένες νεωτεριστικές ιδέες. Δεν μπορώ να αποδεχτώ τετελεσμένα γεγονότα. || παραδέχομαι: Οι δημοτικιστές φαίνεται πως είχαν αποδεχτεί ότι οι ιδέες τους είχαν αρχικά περιορισμένη απήχηση. Tελικά αποδέχτηκε τη μοίρα της.
[λόγ. < αρχ. ἀποδέχομαι]