Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποβάλλω
1 εγγραφή
αποβάλλω [apoválo] -ομαι Ρ πρτ. απέβαλλα, αόρ. απέβαλα και (προφ.) απόβαλα, απαρέμφ. αποβάλει, παθ. αόρ. αποβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και απεβλήθη, απεβλήθησαν, απαρέμφ. αποβληθεί : I.για ιδιότητες, έξεις κτλ., παύω να έχω: Δεν μπορεί να αποβάλει τις κακές του συνήθειες. Aπέβαλε πια κάθε ντροπή. II. επιβάλλω σε μαθητή την ποινή της αποβολής1, την υποχρεωτική δηλαδή απομάκρυνση από το σχολείο για ορισμένο χρονικό διάστημα εξαιτίας πειθαρχικού παραπτώματος: Tον απέβαλαν / τον αποβάλανε για τρεις μέρες. Aποβλήθηκε οριστικά. III. (ιατρ.) 1. για έγκυο γυναίκα, παθαίνω αποβολή2: Έχει αποβάλει τρεις φορές. Φοβήθηκε τόσο πολύ που κόντεψε να αποβάλει. 2. για μόσχευμα που δεν το δέχεται ο οργανισμός· απορρίπτω: Ο οργανισμός απέβαλε το τεχνητό νεφρό, δεν το δέχτηκε.

[λόγ.: I: αρχ. ἀποβάλλω `ρίχνω μακριά, διώχνω, χάνω΄· ΙI: κατά τη σημ. της λ. αποβολή1· ΙΙI1: κατά τη σημ. της λ. αποβολή2· ΙΙI2: σημδ. αγγλ. reject]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες