Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποαποικιοποίηση η [apoapikiopíisi] Ο33 : η απαλλαγή μιας χώρας από το αποικιακό καθεστώς και η μετατροπή της σε ανεξάρτητο κράτος: H ~ των χωρών της Aφρικής.
[λόγ. απο- αποικιοποίη(σις) -ση]



