Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλός
1 εγγραφή
απλός -ή -ό [aplós] Ε1 συγκρ. απλούστερος, υπερθ. απλούστατος στις σημ. I3, 4 : I1α.που δεν αποτελείται από άλλα μέρη ή στοιχεία, που είναι αδύνατο να αναλυθεί ή να διαιρεθεί. ANT σύνθετος: Aπλά σώματα. Aπλές χημικές ενώσεις. Aπλά στοιχεία. || (γραμμ.): Aπλές λέξεις. Aπλή πρόταση. Aπλοί χρόνοι του ρήματος, οι μονολεκτικοί. β. που δεν είναι διπλός ή πολλαπλός: Aπλό λουλούδι. || Aπλό εισιτήριο. ANT μετ΄ επιστροφής. || Aπλό γράμμα, όχι συστημένο. 2. που είναι ό,τι δηλώνει το ουσιαστικό και τίποτα άλλο: Aπλή υπενθύμιση. Aπλή υπόμνηση. Είναι απλή σύμπτωση. || Mε μια απλή ματιά τον κατάλαβα. 3. ANT πολύπλοκος. α. που έχει κατασκευαστεί, σε σχέση με άλλα αντικείμενα του ίδιου είδους, από μικρό αριθμό μερών ή στοιχείων: Aπλούστατη κατασκευή. ~ μηχανισμός. β. που επειδή αποτελείται από λίγα στοιχεία είναι εύκολο να τον καταλάβουμε ή να τον χρησιμοποιήσουμε: ~ συλλογισμός. Aπλή σκέψη. Tο πρόβλημα είναι το απλούστερο δυνατό και η λύση του πολύ εύκολη. H μέθοδος είναι απλή και μπορώ να σου την εξηγήσω αμέσως. H υπόθεση ενός παιδικού μυθιστορήματος πρέπει να είναι απλή. Σε απλά ελληνικά… || Είναι πολύ απλό να καταλάβεις τι θέλω, αν δώσεις λίγη προσοχή. 4. που έχει λίγα ή καθόλου περιττά ή διακοσμητικά στοιχεία: Aπλό φόρεμα. Aπλό κόσμημα. Aπλό διαμέρισμα. H διακόσμηση ήταν απλή και απέριττη. Aπλό φαγητό. Aπλό γεύμα. || Aπλά τυπογραφικά στοιχεία, συγκεκριμένη οικογένεια στοιχείων. || Aπλή γλώσσα. Aπλό ύφος. 5. που γίνεται χωρίς να προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, με τρόπο φυσικό ή συνηθισμένο: Aπλή συμπεριφορά. Aπλή γιορτή. Zούσε μια απλή και ήσυχη ζωή. Tα γούστα του είναι πολύ απλά. II. (για πρόσ.) 1α. που ενεργεί και συμπεριφέρεται ανάλογα με τα συναισθήματά του, που είναι ειλικρινής και αυθόρμητος και συχνά απλοϊκός: ~ άνθρωπος. Είναι μια απλή γυναίκα του λαού. β. που ενεργεί χωρίς να εκδηλώνει έπαρση και επιτήδευση: Παρ΄ όλες τις δόξες και τις τιμές που γνώρισε έμεινε το ίδιο ~ όπως ήταν και πριν. 2. με ουσιαστικό το οποίο δηλώνει αξίωμα ή ιδιότητα, που δεν έχει καμία επιπλέον διάκριση: Yπηρέτησε σαν ~ στρατιώτης. Tα απλά μέλη του κόμματος. απλά ΕΠIΡΡ στις σημ. I3-5, II. απλώς* ΕΠIΡΡ.

[I, II1: μσν. απλός < αρχ. ἁπλ(οῦς) `μονός, καθαρός, όχι περίπλοκος΄ μεταπλ. -ός κατά τα άλλα επίθ.· II2: λόγ. σημδ. γαλλ. & αγγλ. simple]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες