Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλούστευση
1 εγγραφή
απλούστευση η [aplústefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απλουστεύω. 1. η μετατροπή σύνθετου ή πολύπλοκου σε απλό ή απλούστερο· η απλοποίηση: H έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού επέβαλε την ~ της εργασίας. Ο νόμος προβλέπει την ~ του φορολογικού συστήματος. 2. απλοϊκή, αφελής παρουσίαση απόψεων, κρίσεων κτλ.: Παραγνωρίζει την πολυπλοκότητα των κοινωνικών φαινομένων και γι΄ αυτό καταλήγει σε επικίνδυνες απλουστεύσεις.

[λόγ. απλουστεύ(ω) -σις > -ση απόδ. γαλλ. simplification]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες