Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απλοχέρης -α -ικο [aploxéris] Ε9 : 1.για κπ. που δεν τσιγκουνεύεται, που ξοδεύει ή προσφέρει πρόθυμα και γενναιόδωρα ό,τι έχει: Δε χρειάζεται να είναι κανείς και τόσο ~. Πολύ ~ είσαι και δε θα δεις προκοπή. || (ως ουσ.). 2. για κπ. που έχει την τάση να κλέβει, να αρπάζει συνήθ. μικροπράγματα. 3. για κπ. που παρενοχλεί με σεξουαλικές χειρονομίες.
[μσν. *απλοχέρης (πρβ. μσν. απλοχεριά) < απλο- 1 + χέρ(ι) -ης]