Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεχθάνομαι
1 εγγραφή
απεχθάνομαι [apexθánome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : νιώθω έντονη αντιπάθεια, αποστροφή για κπ. ή για κτ.: Tον ~ τόσο, που δεν μπορώ να τον βλέπω. Aπεχθάνεται τις γάτες. ~ αυτή τη συζήτηση.

[λόγ. < ελνστ. ἀπεχθάνομαι, αρχ. σημ.: `είμαι μισητός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες