Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απευκταίος -α -ο [apefktéos] Ε4 : (λόγ.) για κτ. το οποίο δεν είναι επιθυμητό και το οποίο εύχεται κάποιος να μη συμβεί. ANT ευκταίος: Mια τέτοια εξέλιξη είναι σίγουρα απευκταία. || (ως ουσ.) το απευκταίο, για κτ. που το απευχόμαστε, και ιδίως για κάποιο ατύχημα ή το θάνατο.
[λόγ. < αρχ. ἀπευκταῖος]