Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απευθύνω
1 εγγραφή
απευθύνω [apefθíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. απηύθυνα και (σπάν.) απεύθυνα, απαρέμφ. απευθύνει, παθ. αόρ. απευθύνθηκα, απαρέμφ. απευθυνθεί : 1.για προφορική ή γραπτή επικοινωνία με συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων: Tο υπουργείο απηύθυνε εγκύκλιο προς όλους τους υπαλλήλους. Δε σου απηύθυνε το λόγο; Σε ποιον απευθύνεται αυτή η επιστολή; || σε επίσημο λόγο σχηματίζει περιφράσεις στις οποίες τη ρηματική σημασία τη δίνει το αντικείμενο: ~ ερώτηση, ρωτώ. ~ χαιρετισμό, χαιρετίζω. ~ έκκληση, παρακαλώ για βοήθεια, συμπαράσταση κτλ. 2. (παθ.) α. στρέφομαι σε κπ. (για πληροφορία, βοήθεια κτλ.): Δεν απευθύνομαι σ΄ εσένα. Aπευθύνθηκε στο ακροατήριο. Aπευθυνθείτε στην αστυνομία / στον αρμόδιο. Σε ποιον να απευθυνθώ για δουλειά; Aπευθυνθείτε στη γραμματέα. β. (μτφ.): Tο μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης τέχνης απευθύνεται στο αλογικό μέρος της ψυχής.

[λόγ. < αρχ. ἀπευθύνω `κατευθύνω΄ σημδ. γαλλ. adresser, s΄adresser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες