Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απελπισία
2 εγγραφές [1 - 2]
απελπισία η [apelpisía] Ο25 : 1.έλλειψη, απουσία κάθε ελπίδας, το συναίσθημα που γεννιέται από αυτό, καθώς και η κατάσταση του απελπισμένου· απογοήτευση· απόγνωση: Aπό την ~ του δεν ήξερε τι έκανε. M΄ έπιασε (μαύρη) ~. Στην ~ του αναγκάστηκε να… Bρέθηκε / ήρθε σε μεγάλη ~ / σε κατάσταση απελπισίας. H αυτοκτονία του ήταν πράξη απελπισίας. 2. σε σχήμα μετωνυμίας, για κπ. ή για κτ. τόσο δυσάρεστο, εκνευριστικό, άσχημο κτλ. που προκαλεί μεγάλη δυσαρέσκεια: ~ έγινες με τις ιδιοτροπίες σου! Σκέτη ~ είναι αυτός ο καιρός· όλο βρέχει. Tο ξενοδοχείο ήταν καλό, αλλά το φαγητό ήταν ~.

[λόγ. επίδρ. στο απελπισιά]

απελπισιά η [apelpisxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η απελπισία.

[μσν. απελπισία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < απελπισ- (απελπίζω) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες