Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απελπίζω [apelpízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. απελπισμένος* : κάνω κπ. να χάσει τις ελπίδες του, τον φέρνω σε απελπισία, τον αποθαρρύνω: Mας απέλπισαν οι γιατροί. Mην τον απελπίζεις τον άνθρωπο. Είναι άνθρωπος που απελπίζεται εύκολα.
[ελνστ. ἀπελπίζω]