Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεκδύομαι
1 εγγραφή
απεκδύομαι [apekδíome] Ρ : (λόγ.) στην έκφραση ~ από κάθε ευθύνη / κάθε ευθύνης, αρνούμαι να αναλάβω την ευθύνη για κτ.

[λόγ. < ελνστ. ἀπεκδύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες