Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απείραχτος
1 εγγραφή
απείραχτος -η -ο [apíraxtos] Ε5 : που δεν τον έχουν πειράξει. 1α. που δεν τον άγγιξαν, που τον άφησαν άθικτο, ανέπαφο: Άφησε το φαΐ του απείραχτο, δεν έφαγε καθόλου. || για κλοπή: Bρήκαν τα κοσμήματα απείραχτα, δεν είχε κλαπεί κανένα. β. που δεν του προξένησαν βλάβη: Ο δάκος δεν άφησε ελιά για ελιά απείραχτη. 2. για κπ. που δεν τον ενόχλησαν με έργα ή με λόγια, συνήθ. για αστεϊσμούς ή ερωτικά πειράγματα: Δεν αφήνει άνθρωπο απείραχτο, χωρίς να του κάνει διάφορα αστεία, πολλές φορές ενοχλητικά.

[μσν. απείραχτος < α- 1 πειρακ- (πειράζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες