Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαυτώνω
1 εγγραφή
απαυτώνω [apaftóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) για να αποφύγουμε το συνώνυμο ρήμα γαμώ· αποτετοιώνω: Tην απαύτωσε.

[απαυτ(ός) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες