Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άπατος -η -ο [ápatos] Ε5 : 1.(λαϊκότρ.) πολύ βαθύς, απύθμενος: Άπατη θάλασσα / λίμνη. Άπατα νερά. Bούλιαξε σε άπατα νερά. 2. (έκφρ.) πήγε ~, για κπ. που έπαθε ολοκληρωτική καταστροφή, που απέτυχε παταγωδώς.
[α- 1 πάτ(ος) -ος]
- απατός -ή -ό [apatós] αντων. οριστ. (βλ. Ε1) : (λαϊκότρ.) (μόνο με την προσωπική αντωνυμία μου, σου, του) μόνος: ~ του έχτισε το σπίτι.
[μσν. απατός < απαυτός με αποβ. του [f] κατά το ατός]