Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαρτία η [apartía] Ο25 : η παρουσία σε μια συνεδρίαση συλλόγου, σωματείου κτλ. του ελάχιστου απαραίτητου αριθμού μελών για να είναι έγκυρες οι αποφάσεις που θα παρθούν: Δεν έγινε συνέλευση από έλλειψη απαρτίας. Yπάρχει ~. Δεν έχουμε ~. Ένσταση απαρτίας, για το αν υπάρχει απαρτία ή όχι. || (επέκτ.) για ομάδα ανθρώπων, παρέα κτλ.: Kάθε πρωτοχρονιά όλη η οικογένεια βρισκόταν σε ~.
[λόγ. < αρχ. ἀπαρτία `σύνολο νοικοκυριού, σύνολο λαφύρων΄ (< ἀπαίρω `σηκώνω΄) με σφαλερή ετυμ. συσχέτιση προς το απαρτίζω]