Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαρομοίαστος -η -ο [aparomíastos] Ε5 : που δεν μπορεί να παρομοιαστεί με κπ. ή με κτ. άλλο, που δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό.
[λόγ. α- 1 παρομοιασ- (παρομοιάζω) -τος]