Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαραίτητος
1 εγγραφή
απαραίτητος -η -ο [aparétitos] Ε5 : που είναι απόλυτα αναγκαίος, που τον χρειάζεται κάποιος οπωσδήποτε ή που δεν μπορεί να γίνει κτ. χωρίς αυτόν: Πρέπει πρώτα να δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. H παρουσία σου στο δικαστήριο κρίνεται απαραίτητη. Δεν έχει τα απαραίτητα εφόδια / τις απαραίτητες γνώσεις. Mας έγινες ~. || Είναι απαραίτητο να…, πρέπει: Είναι απαραίτητο να σε δω σήμερα. || (ως ουσ.) τα απαραίτητα, ό,τι χρειαζόμαστε στην καθημερινή ζωή: Nα ΄χαμε τουλάχιστον τα απαραίτητα δε θα παραπονιόμασταν. απαραίτητα & απαραιτήτως ΕΠIΡΡ οπωσδήποτε: Πρέπει ~ να έχετε μαζί σας την αστυνομική ταυτότητα.

[λόγ. < αρχ. ἀπαραίτητος `που δε συγκινείται με προσευχές, αδυσώπητος΄ σημδ. γαλλ. inévitable, indispensable· λόγ. < αρχ. ἀπαραιτήτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες