Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαρέμφατο
1 εγγραφή
απαρέμφατο το [aparémfato] Ο41 : (γραμμ.) άκλιτος ρηματικός τύπος που δε δηλώνει μορφολογικά πρόσωπο ή αριθμό: Tελικό / ειδικό ~. Έναρθρο / άναρθρο ~. Mε το ~ στα νέα ελληνικά σχηματίζονται οι συντελεσμένοι χρόνοι του ρήματος.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαρέμφατον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες