Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαράγραπτος -η -ο [aparáγraptos] & απαράγραφος -η -ο [aparáγrafos] Ε5 : που δεν μπορούν να τον παραγράψουν 1, να τον ακυρώσουν: Είναι απαράγραπτο δικαίωμά μου, αναφαίρετο. Οι απαράγραπτοι ιστορικοί νόμοι.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαράγραπτος `που δεν παραμερίζεται΄ κατά τη σημ. της λ. παραγράφω 1· λόγ. < ελνστ. ἀπαράγραφος `χωρίς ορισμό΄, για προσαρμ. στη δημοτ. με βάση την αντιστοιχία: αρχ. ἄγραπτος - ἄγραφος]