Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαξιώνω
1 εγγραφή
απαξιώνω [apaksióno] Ρ1α : θεωρώ, κρίνω κτ. ως ανάξιο λόγου ή ανάρμοστο, δεν καταδέχομαι να κάνω κτ.: Aπαξίωσε να μου απαντήσει. ~ να πω ψέματα.

[λόγ. απαξι(ώ) -ώνω για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες