Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαξιώ [apaksió] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) β' εν. απαξιοίς, γ' απαξιοί, β' πληθ. απαξιοίτε : (λόγ.) απαξιώνω: ~ να σου απαντήσω.
[λόγ. < αρχ. ἀπαξιῶ]
- απαξιώνω [apaksióno] Ρ1α : θεωρώ, κρίνω κτ. ως ανάξιο λόγου ή ανάρμοστο, δεν καταδέχομαι να κάνω κτ.: Aπαξίωσε να μου απαντήσει. ~ να πω ψέματα.
[λόγ. απαξι(ώ) -ώνω για προσαρμ. στη δημοτ.]