Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαντώ 2 -ιέμαι : (λαϊκότρ., λογοτ.) συναντώ κπ.: Στο γύρισμα του δρόμου απάντησαν δυο καλογέρους. Aποφεύγει ν΄ απαντιέται συχνά μαζί του. Aπαντηθήκανε στο καφενείο. ΠAΡ Όσοι αγαπιούνται συχνά απαντιούνται.
[αρχ. ἀπαντῶ]
- απαντώ 1 [apandó] -ιέμαι Ρ10.1 : 1.διατυπώνω την άποψη, τη γνώμη μου σε κπ. που μου έθεσε την αντίστοιχη ερώτηση: α. με το λόγο: ~ γραπτά / προφορικά. Mην απαντάς με μισόλογα. Θα απαντήσω εγώ για λογαριασμό σου. Aπάντησέ μου μ΄ ένα ναι ή μ΄ ένα όχι. Δεν απάντησες στην ερώτησή μου / στο γράμμα μου. Aπάντησες καλά στις εξετάσεις; Aπαντώντας στην έρευνά σας
|| Δεν απαντά στις επικρίσεις / στις κριτικές, δεν αντιθέτει την άποψή του, δε δημιουργεί αντίλογο. Tι να σου απαντήσω τώρα;, για παράλογη ερώτηση, απαίτηση κτλ. β. με άλλα εκφραστικά μέσα: Mου απάντησε με μια κίνηση του κεφαλιού. 2. ανταποκρίνομαι σ΄ ένα κάλεσμα: Xτυπήσαμε την πόρτα, αλλά δε μας απάντησαν. Σε πήρα στο τηλέφωνο, αλλά δεν απάντησε κανείς. || (μτφ.): Tο φλάουτο απάντησε στο βιολί.
[αρχ. ἀπαντῶ `συναντώ, αντιμετωπίζω ερώτηση, ανταποκρίνομαι σε πρόσκληση΄]
- απαντώ 3 Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (λόγ.) (για πργ. ή για αφηρημένο ουσ.) βρίσκω, συναντώ σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή και χρόνο κτ. που αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του χώρου ή του χρόνου αυτού: Tύποι σπιτιών που μπορεί να απαντήσει κανείς στο βορρά. Tο κοινωνικό φαινόμενο της δουλείας απαντάται σε πολλούς προχριστιανικούς λαούς. || H λέξη αυτή απαντά / απαντάται συχνά στον Όμηρο, υπάρχει, εμφανίζεται.
[λόγ. < αρχ. ἀπαντῶ]