Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαντέχω
1 εγγραφή
απαντέχω [apandéxo] Ρ3α : (λογοτ.) περιμένω, προσμένω.

[μσν. απαντέχω < αρχ. *ὑπαντέχω `αντέχω με υπομονή΄ με υποχωρ. αφομ. [i-a > a-a] ή παρετυμ. απο-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες