Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απανεμιά
1 εγγραφή
απανεμιά η [apanemná] Ο24 : απουσία ανέμου: Έπιασε ~ και δεν μπορούσαμε να ξεκινήσουμε. Πέσαμε σ΄ ~.

[μσν. απανεμιά < απανεμία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < απάνεμ(ος) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες