Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαλοιφή
1 εγγραφή
απαλοιφή η [apalifí] Ο29 : (λόγ.) απάλειψη. || (μαθημ.) ~ παρανομαστών.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαλοιφή `απάλειψη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες