Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαιδευσία
1 εγγραφή
απαιδευσία η [apeδefsía] Ο25 : (λόγ.) έλλειψη μόρφωσης, καλλιέργειας.

[λόγ. < αρχ. ἀπαιδευσία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες