Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαγκιάζω [apangázo] Ρ2.1α μππ. απαγκιασμένος : (οικ.) 1. καταφεύγω, αποτραβιέμαι σε μέρος απάνεμο, προφυλαγμένο από την κακοκαιρία: Δε βρίσκαμε μια θέση ν΄ απαγκιάσουμε. Έψαχνε μια γωνιά για ν΄ απαγκιάσει. 2. για μέρος, τόπο απάνεμο, προφυλαγμένο από την κακοκαιρία: Έλα να σταθούμε εδώ, που απαγκιάζει λίγο.
[απάγκι(ο δες απάγκιος) -άζω]
- απάγκιος -α -ο [apángos] Ε4 : (οικ.) 1. που προστατεύεται από τον άνεμο και γενικά την κακοκαιρία· απάνεμος: ~ τόπος. Λιμάνι / αραξοβόλι απάγκιο. Bρήκανε ένα μέρος απάγκιο κι αράξανε. 2. (ως ουσ.) το απάγκιο: α. μέρος που δεν το πιάνει ο άνεμος: Έλα να κάτσουμε εδώ στ΄ απάγκιο. Φύτεψα γιασεμί στ΄ απάγκιο. β. (μτφ.) προστασία: Bρήκε απάγκιο στην αγκαλιά του.
[απ(ο)- αρχ. ἄγκ(ος) `χαράδρα΄ -ιος]
- απαγκιστρώνω [apangistróno] -ομαι Ρ1 : 1.απαλλάσσω κπ. από στενή και ανεπιθύμητη εξάρτηση ή σχέση: Δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί από το παρελθόν. 2. (παθ., στρατ.) κάνω ελιγμό για να αποφύγω τον αποκλεισμό μου από τον εχθρό.
[λόγ. απ(ο)- αγκιστρ(ώ) -ώνω]
- απαγκίστρωση η [apangístrosi] Ο33 : η ενέργεια του απαγκιστρώνω. 1. απαλλαγή από στενή εξάρτηση ή ανεπιθύμητη σχέση: ~ από τη συμμαχία. 2. (στρατ.) ελιγμός που γίνεται για να αποφευχθεί ο αποκλεισμός από τον εχθρό.
[λόγ. απαγκιστρω- (δες απαγκιστρώνω) -σις > -ση]