Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαγγέλλω [apangélo] -ομαι Ρ πρτ. απήγγελλα, αόρ. απήγγειλα, απαρέμφ. απαγγείλει, παθ. αόρ. απαγγέλθηκα, απαρέμφ. απαγγελθεί, μππ. απαγγελμένος : διαβάζω δυνατά ή λέω από μνήμης με ρυθμό, ύφος και χρώμα στη φωνή ένα ποίημα ή ένα πεζό: Στη φιλολογική βραδιά νέοι ποιητές θα απαγγείλουν ποιήματά τους. || (μειωτ.): Mιλάει σαν να απαγγέλλει, για προσποιητή και στομφώδη ομιλία. || (νομ.) ~ κατηγορία, για δικαστικό που εκφωνεί, που διατυπώνει το κατηγορητήριο.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαγγέλλω, αρχ. σημ.: `αναφέρω (από μνήμης)΄]