Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απίστευτος -η -ο [apísteftos] Ε5 : που δεν μπορεί κανείς να τον πιστέψει, που δε γίνεται εύκολα πιστευτός· συνήθ. λειτουργεί επιτατικά με θετική κυρίως, αλλά και με αρνητική σημασία, ανάλογα με το χρωματισμό της φωνής: Aυτά που μου λες είναι απίστευτα. Tο θράσος του είναι κάτι το απίστευτο, πρωτοφανές, πρωτάκουστο. Είχα μια απίστευτη τύχη, εκπληκτική. || (απρόσ.): Είναι απίστευτο το τι έκανε μέσα σε δύο χρόνια / πώς μου φέρθηκε. || απίστευτο!, ως επιφώνημα έκπληξης.
απίστευτα ΕΠIΡΡ ως επιτατικό της σημασίας επιθέτου: Έμεινε ξαφνικά ~ μόνος. [μσν. απίστευτος < α- 1 πιστεύ(ω) -τος]