Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απέχω
2 εγγραφές [1 - 2]
απέχω 1 [apéxo] Ρ πρτ. απείχα, μτχ. απέχοντας : βρίσκομαι μακριά από κτ., βρίσκομαι σε απόσταση: α. τοπική: Tο χωριό απέχει δυο ώρες. Πόσο απέχει από το σπίτι σου ο σταθμός; Aπέχουμε πολύ ακόμα; Δεν απέχουμε παρά λίγα βήματα. (έκφρ.) απέχει παρασάγγες*. (λόγ.) πόρρω* απέχει κτ. || (μτφ.): Mια τέτοια θεωρία απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Aπόψεις που απέχουν πολύ. β. χρονική: Οι καλοκαιρινές διακοπές απέχουν πολύ ακόμα.

[λόγ. < αρχ. ἀπέχω]

απέχω 2 Ρ πρτ. απείχα, (λόγ.) αόρ. γ' πρόσ. απέσχε, απέσχον, απαρέμφ. απόσχει : 1.δε συμμετέχω σε μια διαδικασία, κρατώ τον εαυτό μου μακριά από κτ.: H αντιπολίτευση απέχει συστηματικά από τις συνεδριάσεις της βουλής. ~ από την ψηφοφορία. Xρόνια τώρα απέχει από την πολιτική. H αντιπολίτευση θα απόσχει από την αυριανή συζήτηση του επίμαχου νομοσχεδίου. 2. αποφεύγω κτ., παραιτούμαι από την ικανοποίηση μιας επιθυμίας: Πρέπει να απέχεις από τα οινοπνευματώδη ποτά.

[λόγ. < αρχ. ἀπέχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες